Τι δουλειά κάνουμε;
Σκοπός αυτού του άρθρου είναι, στην ουσία, μία πρώτη γνωριμία με τον συνεταιρισμό «Από Κοινού», που ασχολείται με την ψυχοκοινωνική ενδυνάμωση και ψυχοθεραπεία. Θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με το πώς προέκυψε η ανάγκη μας για ένα συνεργατικό μοντέλο εργασίας καθώς και το πώς αυτό μπορεί να συμβάλλει στην ποιότητα της ίδιας της δουλειάς που κάνουμε. Θα συζητήσουμε περαιτέρω για την επιλογή μας να κάνουμε «συνεποπτεία» και τι είναι, καθώς και για την τοποθέτησή μας απέναντι στην υπάρχουσα θεώρηση της ψυχικής υγείας και της ψυχοθεραπείας .Τέλος, θα μιλήσουμε για την ανάγκη μας, ως συνεταιρισμού, για κοινωνική δράση και το πώς αυτή μπορεί να εκφραστεί μέσα από το δικό μας μοντέλο εργασίας.
Ψυχοθεραπεία
Οι υπηρεσίες ψυχοθεραπείας είθισται να παρέχονται είτε μέσα από το δημόσιο τομέα ή από ελεύθερους επαγγελματίες, εμείς επιλέξαμε να δουλέψουμε ως συλλογικότητα και ως συνεταιρσμός. Η επιλογή μας αυτή σχετίστηκε, αφ’ ενός, με την επιθυμία μας να δημιουργήσουμε για τους εαυτούς μας ένα ισότιμο, μη-ιεραρχικό πλαίσιο που εξασφαλίζει αξιοπρεπή εργασία και αφ’ ετέρου, γιατί πιστεύουμε ότι η δυνατότητα συλλογικής δουλειάς στο θεραπευτικό κομμάτι που αναλαμβάνει ο συνεταιρισμός εμπλουτίζει σημαντικά τη δουλειά μας.
Κάθε άνθρωπος που δουλεύει με άλλους ανθρώπους με ψυχικές ή εντονες ψυχοκοινωνικές ή μαθησιακές κ.ο.κ δυσκολίες έχει (ή θα έπρεπε να έχει) έναν άνθρωπο ή μια ομάδα που υποστηρίζει την λήψη αποφάσεων ως προς τη δουλειά της, με την οποία μοιράζεται προβληματισμούς και συναισθήματα, και, γενικά, αντιμετωπίζει αγχογόνες πτυχές της δουλειάς σε καθημερινό αλλά και μακροπρόθεσμο επίπεδο..
Στην «Από Κοινού» έχουμε βασικά την ομάδα των μελών μας που συναντιέται για να κάνει «συνεποπτεία». Με τη λέξη αυτή αναφερόμαστε στην οριζόντια διαδικασία που ακολουθούμε για την παρακολούθηση της θεραπευτικής δουλειάς που ο συνεταιρισμός αναλαμβάνει. Βασικό μας, όμως, μέλημα, αφορά την ποιότητα της ψυχοθεραπευτικής δουλειάς που κάνουμε, καθώς πιστεύουμε ότι η δυνατότητα της συνεποπτείας ολόκληρης της ομάδας εμπλουτίζει την ψυχοθεραπευτική μας δουλειά και μας προσφέρει πολλαπλές οπτικές και πιο ολοκληρωμένη θεώρηση των ανθρώπων που προσέρχονται σ’ εμάς για θεραπεία. Έτσι, η διαδικασία της συνεποπτείας δεν αφορά μία ομάδα «ειδικών» που συζητάνε, αλλά μία συνεκτική ομάδα συνεργαζόμενων επαγγελματιών, η οποία κάνει ένα δεύτερο επίπεδο επεξεργασίας των δεδομένων που έχει για τη ζωή ενός ανθρώπου και χτίζει από κοινού μία αντίληψη των θεμάτων που πραγματευόμαστε, με έναν διαθεματικό και συλλογικό τρόπο. Στόχος μας, μέσα απ’ αυτό, είναι να παράγεται μία θεραπευτική δουλειά που δεν παθολογικοποιεί και δεν αναπαράγει την «επιστημονική αυθεντία», αλλά αντανακλά μία διαρκή διερεύνηση μιας ιδιαίτερης και συλλογικής θεραπευτικής θεώρησης που χτίζουμε με το χρόνο.
Μέσω της συνεποπτείας, επανεξετάζουμε τον ρόλο της θεραπεύτριας και της θεραπευόμενης με βάση το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό τους πλαίσιο, την συμβολή και των δύο στην θεραπεία. Επίσης, μέσα από το μοίρασμα προβληματισμών και διαφορετικών οπτικών και θεωρήσεων ανάμεσα στα μέλη του συνεταιρισμού συναποφασίζουμε και υποστηρίζουμε την καταλληλότερη προσέγγιση και αντιμετώπιση κατά περίπτωση. Κατ’ επέκταση, επαναπροσδιορίζουμε την ίδια την έννοια της θεραπείας και της θεραπευτικής δουλειάς και κατά πόσο αυτό γίνεται μέσα από μία λιγότερο ατομικιστική και μη κλινική (με την κλασσική-ιατρική έννοια του όρου) προσέγγιση.
Επιπλέον, ιδιαίτερα σημαντικό σ’ αυτή τη διαδικασία θεωρούμε ότι είναι το γεγονός ότι, τα μέλη του συνεταιρισμού, προέρχονται από διαφορετικές επαγγελματικές ιδιότητες -τέσσερις ψυχολόγοι διαφορετικών εξειδικεύσεων και μία κοινωνιολόγος. Θεωρούμε ότι αυτό υποστηρίζει την μη-ατομικιστική προσέγγιση των θεραπευόμενων και προάγει έναν πιο πολύπλευρο τρόπο σκέψης. Παρ’ όλο που η θεραπευτική δουλειά, συνήθως, εστιάζει στις αγωνίες και τα ζητήματα ζωής ενός ατόμου (ή ατόμων στην περίπτωση της ομαδικής ή οικογενειακής θεραπείας) επιλέγουμε να μη την αντιμετωπίζουμε ως μία «ατομική» δουλειά/διεργασία. Με αυτή την έννοια, περιλαμβάνουμε την ατομική ψυχοθεραπεία στις δραστηριότητές μας, διότι αναγνωρίζουμε ότι για πολλούς ανθρώπους είναι μία ουσιαστική και αναγκαία διαδικασία που μπορεί να παράσχει ένα υποστηρικτικό και θεραπευτικό πλαίσιο.
Έχοντας στο νου μας την έννοια του «ατόμου» ως μία κατασκευή με ιστορική πορεία, θεωρούμε όλα τα ζητήματα ψυχικής υγείας ψυχοκοινωνικά στη φύση τους. Μας απασχολεί περισσότερο η υποκειμενική εμπειρία του κάθε ανθρώπου και η συγκρότηση αυτής της εμπειρίας μέσα από την προσωπική ιστορία του ατόμου αλλά και το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο έζησε και ζει. Ως εκ τούτου, δεν αφήνουμε έξω από τη δουλειά μας όλες εκείνες τις διαστάσεις που περιβάλλουν και τον πλαισιώνουν τα άτομα, και που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξής τους, όπως είναι η κουλτούρα του, το φύλο ή η έκφραση φύλου του, ο σεξουαλικός του προσανατολισμός, οι εργασιακές του συνθήκες και γενικότερα η κοινωνικο-οικονομική του θέση, το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που διέπει τη ζωή του.
Ως συνεταιρισμός, προσπαθούμε να είμαστε κριτικά ενήμερες αναφορικά με όλες τις παραπάνω διαστάσεις. Με όλα αυτά δεν αναιρούμε το προκείμενο της θεραπείας, δηλαδή την ανάγκη ενός ανθρώπου και τις πραγματικές δυσκολίες που βιώνει και φέρνει στη θεραπεία. Θέλουμε όμως να υπογραμμίσουμε μια διαφορετική πρακτική και ύπαρξη της ψυχοθεραπείας μακριά από μια κλινική, ψυχοπαθολογική οπτική και πλησιέστερα σε μια ανθρώπινη και ταυτόχρονα υπεύθυνη επιστημονικά και κοινωνικά (scientifically and socially responsible) οπτική.
Κοινοτική δουλειά
Η επιθυμία μας να απομακρυνθούμε από το ατομικιστικό μοντέλο θεώρησης των ψυχολογικών δυσκολιών αντανακλάται και στην επιλογή μας να κατευθύνουμε μέρος του έργου μας στην κοινοτική δουλειά. Το κοινοτικό μοντέλο ψυχολογίας είναι, αφ’ ενός μία ερευνητική μεθοδολογία που μας επιτρέπει να απαντούμε σε σημαντικά επιστημονικά ερωτήματα από τους κλάδους μας, πάλι όχι μέσα από το ρόλο του παντογνώστη «ειδικού», αλλά μέσα από τη συνδιαμόρφωση με τους ίδιους τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν το φαινόμενο που κάθε φορά διερευνούμε. Ως εκ τούτου, η επιλογή της συμμετοχικής έρευνας δράσης (PAR), ως της βασικής ερευνητικής μας μεθοδολογίας και ως βασικού μέσου αντιμετώπισης των ψυχοκοινωνικών δυσκολιών στην κοινότητα, εκφράζει την επιθυμία μας για επιστημονική έρευνα που ξεκινάει από τους ανθρώπους, γίνεται μαζί με τους ανθρώπους και καταλήγει στους ανθρώπους. Φυσικά, η επιλογή μας αυτή αντανακλά και την διαφορετική πολιτική και επιστημολογική θεώρηση του όλου ζητήματος των ψυχολογικών δυσκολιών.
Τέλος, πιο συγκεκριμένα, πιστεύουμε ότι οι δυνατότητες, οι γνώσεις και οι δυνάμεις των ανθρώπων είναι πλούσιες και πολυποίκιλες, συνήθως όμως αποσιωπούνται από τα παραδοσιακά μοντέλα παρέμβασης που κάνουν λόγο για «προβληματικές συμπεριφορές». Η ανάδειξη και ο εμπλουτισμός όλων αυτών των δυνατοτήτων, των γνώσεων και των δυνάμεων, καθώς και η «επιστροφή» τους στην κοινότητα, είναι κάποιες από τις αξίες που καθοδηγούν την κοινοτική δουλειά μας.
Κοινωνική δικαιοσύνη
Μια από τις καταστατικές μας αρχές, που θέλουμε να πιστεύουμε ότι αντανακλάται σ’ αυτή την προσέγγιση, είναι η δράση που προσανατολίζεται προς την κοινωνική δικαιοσύνη και αλλαγή. Αυτό σημαίνει ότι επιχειρούμε έναν κριτικό αναστοχασμό των επιστημονικών μας κλάδων, όσον αφορά την υιοθέτηση της ουδετερότητας στις προσεγγίσεις τους. Γνωρίζοντας τους διάφορους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνικές επιστήμες και η ψυχολογία διαπλέκονται με άλλες πειθαρχικές κοινωνικές δομές στην παραγωγή και τη διαιώνιση παθολογικοποιημένων ταυτοτήτων, έχουμε δεσμευθεί σε ένα είδος εργασίας που όχι μόνο δεν θα ακολουθεί πρακτικές παθολογικοποίησης, αλλά θα αναδεικνύει τους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες που παράγουν τις λεγόμενες «παθολογίες» και θα συμμετάσχει, στο μέτρο του δυνατού, στην ανάδειξη και στην αλλαγή τους. Ως εκ τούτου, ένα μέρος της κοινοτικής μας δουλειάς, καθώς και των εκπαιδευτικών και ερευνητικών μας δραστηριοτήτων, αφορά στην εστίαση σ’ όλους εκείνους τους κοινωνικοπολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες που παράγουν δομικές κοινωνικές ανισότητες, στον εντοπισμό-τοποθέτησή τους στη βιωμένη εμπειρία των ανθρώπων, στην ανάδυση των ήδη υπαρχόντων αντιστάσεων και δράσεων που αναπτύσσονται για την κατάλυσή τους και στην ανάδειξη των φωνών που αποσιωπούνται.