Ψυχική υγεία και τρανς ταυτότητα.
Η ενασχόληση των επιστημών ψυχικής υγείας με τις κοινωνικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν άνθρωποι από τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα μέσα σε ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο είναι σχετικά άτονη και έχει προκύψει κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες. Στην Ελλάδα, ειδικότερα, είναι εμφανής η απουσία ερευνών που θέτουν στο επίκεντρο τις ανάγκες ψυχικής υγείας του συγκεκριμένου πληθυσμού.
Ιστορικά, ωστόσο, και παγκοσμίως, οι λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι-ες, τρανς, queer και intersex άνθρωποι έχουν δεχτεί όχι μόνο την αδιαφορία των επιστημών ψυχικής υγείας, αλλά την κακοποίηση από αυτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι «θεραπείες μεταστροφής», οι υποστηρικτές των οποίων διατείνονταν πως μπορούν να παρέμβουν στον σεξουαλικό προσανατολισμό των θεραπευόμενων και να τον αλλάξουν, χρησιμοποιώντας πολύ συχνά αντιδεοντολογικά ή και βίαια μέσα. Υπάρχουν αναρίθμητα στοιχεία που καταδεικνύουν την αναποτελεσματικότητα των εν λόγω θεραπειών, ωστόσο τροφοδοτούνται από τη διάχυτη ιδέα ότι ο μειονοτικός σεξουαλικός προσανατολισμός ή η ταυτότητα φύλου είναι απόρροια διαταραχών. Πρόκειται για παθολογικοποίηση του ΛΟΑΤΚΙ πληθυσμού. Άλλωστε, η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν η ίδια διαταραχή σύμφωνα με το DSM και το ICD (βασικά διαγνωστικά εργαλεία της ψυχιατρικής) έως το 1973 και το 1992 αντίστοιχα.
Από τις ταυτότητες που εμπεριέχονται στην κινηματική κυρίως ομπρέλα ΛΟΑΤΚΙ, η ομάδα των τρανς ατόμων μοιάζει να υφίσταται τις πιο κατάφωρες παραβιάσεις, με πολύ συχνές καθημερινές ακυρώσεις (π.χ. χρήση διαφορετικού γένους ή ονόματος από αυτό που επιθυμούν, μηαποδοχή της ταυτότητάς τους για διεκπεραίωση γραφειοκρατικών διαδικασιών), αλλά και τη συστηματική άσκηση λεκτικής, ψυχολογικής και σωματικής βίας, ακόμα και από πρόσωπα με θεσμικούς ρόλους.
Τα τρανς άτομα που επιθυμούν να προχωρήσουν σε τυχόν διαδικασίες μετάβασης (χειρουργικές επεμβάσεις για τον επαναπροσδιορισμό του φύλου, λήψη ορμονών κ.λπ.) έχουν μια αναγκαστική σχέση με τους ειδικούς ψυχικής υγείας, αφού οφείλουν να προσκομίσουν βεβαίωση από ψυχίατρο ότι πάσχουν από «δυσφορία φύλου» έπειτα από μια περίοδο παρακολούθησης. Μόνο αν αναλογιστούμε την ανυπαρξία τέτοιων διαδικασιών μέχρι πριν από λίγα χρόνια στην Ελλάδα, μπορούμε να εκτιμήσουμε και την ειρωνεία των κοινωνικών περιστάσεων που αφορούν τους τρανς ανθρώπους: ο δρόμος για την υλοποίηση των αποφάσεών τους σχετικά με το σώμα τους περνάει μέσα από την ίδια την παθολογικοποίησή τους, με το πρόσχημα μάλιστα της κοινωνικής προόδου. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει θεωρητικά η δυνατότητα οι «ειδικοί» και οι κρατικές δομές περίθαλψης και υγείας να λειτουργήσουν ως προστατευτικοί παράγοντες (υποβοηθώντας, για παράδειγμα, την προετοιμασία για τις διαδικασίες επαναπροσδιορισμού του φύλου), η πραγματικότητα είναι ότι (όπως και το κράτος, με την ταξική και ιδεολογικοπολιτική συγκρότησή του) οι ειδικοί στην πλειονότητά τους είναι -και βιώνονται- ως αυτοί που εφαρμόζουν πρακτικά τον έλεγχο και την καταπίεση της ύπαρξης ενός ανθρώπου. Αυτό αυτομάτως ορίζει μία εξαιρετικά -από βιοπολιτική σκοπιά- δύσκολη θέση για τα τρανς άτομα. Το ότι στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας υπάρχουν πανελλαδικά μόνο δύο ψυχίατροι που δίνουν «χαρτί» για διαδικασίες μετάβασης αναδεικνύει περαιτέρω την ταξική διάσταση του θέματος για τα τρανς άτομα, μια διάσταση που διευρύνεται και στην επαφή τους με άλλους επαγγελματίες (π.χ. ενδοκρινολόγους)· και όλα αυτά χωρίς καν να τεθεί το ζήτημα της ασφαλιστικής κάλυψης.
Δεδομένης αυτής της αναγκαστικής σχέσης, γίνεται ακόμα πιο σημαντικό να ακουστούν οι εμπειρίες των τρανς ατόμων στην επαφή τους με υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Στις ελάχιστες έρευνες σε βάθος που έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα,1 έχει φανεί ότι οι δυσχέρειες ποικίλουν, από τα πιο καθημερινά (π.χ. χρήση μη επιθυμητού ονόματος ή αντωνυμίας από τη θεραπεύτρια) μέχρι τα πιο βαθιά και ουσιώδη (π.χ. απόδοση της ταυτότητας φύλου σε σοβαρές ψυχοπαθολογίες τύπου ψύχωση· διαρκής μετατόπιση της θεραπευτικής ατζέντας από αυτά που βιώνει ο/η θεραπευόμενος/η σ’ αυτά που θέλει να συζητήσει ο θεραπευτής, δηλαδή την ταυτότητα φύλου· απουσία ορίων ή επαγγελματισμού στη θεραπευτική δουλειά). Σε ένα πλαίσιο το οποίο βασίζεται πρωτίστως στην εμπιστοσύνη και τη θεραπευτική συμμαχία, η επικράτηση τέτοιων πρακτικών αυταπόδεικτα πλήττει την ποιότητα των υπηρεσιών που δέχονται οι τρανς άνθρωποι. Επιπλέον, και μολονότι οι επιστημονικοί σύλλογοι χωρών του εξωτερικού το συνιστούν, στην Ελλάδα δεν έχουν προκύψει ενδείξεις ότι οι τρανς άνδρες / γυναίκες ενθαρρύνονται από τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας να αναζητήσουν πρακτική και κοινωνική στήριξη στις κοινότητες των ΛΟΑΤΚΙ.
Αντιθέτως, οι εγχώριοι επαγγελματικοί σύλλογοι όχι απλώς δεν έχουν θεσπίσει επαγγελματικούς κανόνες δεοντολογίας για την προστασία των τρανς ατόμων, αλλά ορισμένοι από αυτούς, όπως η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος, προχώρησαν πρόσφατα σε δημόσιες τοποθετήσεις που αντανακλούν τις προαναφερόμενες ακυρώσεις και διακρίσεις με αφορμή τον Νόμο 4491/2017 για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Παθολογικοποιώντας (με πρόσχημα το βιοϊατρικό μοντέλο θεώρησης της ψυχικής υγείας) την ταυτότητα των τρανς εφήβων και αποσιωπώντας τις ψυχικές επιπτώσεις των κοινωνικών πιέσεων πάνω τους, η αντίδραση της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Ελλάδος νομιμοποιεί τις κανονιστικές παραδοχές και τα στερεότυπα του ετεροφυλόφιλου, cis τρόπου ύπαρξης. Γίνεται έτσι φανερό ότι ένα μέρος του επιστημονικού λόγου αντιπαρέρχεται τις εμπειρίες των ίδιων των τρανς ατόμων και συντελεί στην αορατότητά τους ή/και την παρατεταμένη θεσμική τους κακοποίηση.
Εδώ ίσως αξίζει να σταθούμε στις νηφάλιες και επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσεις οργανώσεων από τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Αυτές μας υπενθυμίζουν ότι οι διεκδικήσεις των ανθρώπων που βάλλονται από τις καταχρήσεις του ρόλου του ειδικού και τις καταπιέσεις των κυρίαρχων ψυχιατρικών πρακτικών είναι εκείνες που δημιουργούν τη βάση του διαλόγου και τα προτάγματα για πιο ανθρώπινα και κοινωνικά δίκαια μοντέλα θεώρησης του ψυχικού πόνου (π.χ. κινήματα επιζώντων ψυχιατρικής).
Από αυτό το σημείο μάλλον οφείλουν να ξεκινούν οι προτάσεις για τη βελτίωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε σχέση με τα τρανς άτομα. Με αφετηρία τον λόγο των ίδιων, οι «ειδικοί» ας σταθούμε σύμμαχοι στην προσπάθεια ανάδειξης (ερευνητικά) και αντιστροφής (θεραπευτικά) των πολυδιάστατων ανεπαρκειών μας με στόχο μια πιο συμπεριληπτική δημόσια ψυχική υγεία. Σε κοινωνικά ζητήματα, όπου η διαπλοκή του επιστημονικού λόγου με το κλίμα του ηθικού πανικού θεσμοποιεί διακρίσεις και αποκλεισμούς, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια επίκλησης της επιστημονικής ουδετερότητας. Σ’ αυτή την πορεία, είναι αναγκαίος τόσο ο κριτικός επιστημονικός αναστοχασμός όσο και έρευνα επικεντρωμένη στις ψυχικές επιπτώσεις της καθημερινής βίας, της μη ορατότητας, της παθολογικοποίησης και του ετεροσεξισμού. Ήδη υπάρχουν ατομικότητες, συμπράξεις ειδικών με ΛΟΑΤΚΙ συλλογικότητες, ειδικά προγράμματα που στήθηκαν με κόπο και πείσμα, παρά τις όποιες θεσμικές αντιξοότητες, τα οποία πλουτίζουν το πεδίο της συμπερίληψης αυτής. Καιρός να πολλαπλασιαστούμε.
* Κολλεκτίβα εργασίας «Από Κοινού: Ψυχοκοινωνική Ενδυνάμωση και Ψυχοθεραπεία»
1The psychotherapeutic tales of five gay men in Greece: A narrative analysis(Spiliotis, Brown, & Coyle, 2011).
Normalized absence, pathologised presence: Understanding the health inequalities of LGBT people in Greece (Giannou, 2017).
To άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στα Ένθεματα (4ος κύκλος).
Παραπομπή σε βιβλιογραφία στην ιστοσελίδα «Σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία»